θλιφτικός

θλιφτικός
-ή, -ό
1. λυπημένος, πένθιμος.
2. το ουδ. στον πληθ., θλιφτικά πένθιμα ενδύματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θλιφτικός — ή, ό (Α θλιπτικός, ή, όν) [θλίβω] νεοελλ. 1. θλιβερός, λυπητερός, πένθιμος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θλιφτικά (ενν. ρούχα) τα πένθιμα ρούχα, η πένθιμη αμφίεση αρχ. αυτός που προκαλείται από θλίψη, από σύνθλιψη («θλιπτικὸν πάθημα», Γαλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”